12/8/09

Καλή Παναγιά



«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη

μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα

σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντό γεράνιο

χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο

μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,

μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα

σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,

μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο

σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.

Μόνο άπλωνε τα χέρια της κι όσοι μπροστά της πέφταν

και κάτω από το χέρι της γονατιστοί λυγίζαν,

μόνο η ματιά της κοίταζε κάτω απ’ τη ματιά της

μάρμαρα ανθρώπων και θεοί ραγίζανε και λιώναν...»

Φλογέρα του Βασιλιά

Κ. Παλαμάς

Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη. -
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί -

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Μυστική Παράκληση

Δέσποινα,
κανένα
φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάση,
η μοναξιά μου είναι σαν τ’
άδειο, σαν τ’ αλόγιστο
χυμένο προτού νάρθη η πλάση,
η αρρώστια μου
βογγάει σαν τα μεγάλα δάση
καθώς τα δέρνει η μπόρα.
Ήρθεν η ώρα η
φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Εσύ παρθένα, εσύ μητέρα,
κι από δροσιά, κι από
κελάϊδισμα
στάλα του αιθέρα,
ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα Εσένα
από τα πρωτινά γλυκοχαράματα
κι ως τώρα μες στα αιματοστάλαχτα
μιας
ωργισμένης δύσης.

Δέσποινα, στήριξέ μ’ Εσύ και μη μ’ αφήσης.
Δέσποινα,
βήμα δεν έχω μήτε φτέρωμα,
με γονατίζει το στοιχειό της
θλίψης.
Υψώσου ποιος μου λέει; δε δύναμαι,
δύνασαι κάτου Εσύ ως εμέ να
σκύψης;
Ρίξε από πάνου σου,
στους αθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε
αλουργίδα του Ολύμπου,
έλα, κατέβα ολόγυμνη, βαφτίσου
στον Ιορδάνη του
δακρύου,
κι ύστερα κρύψε το τρανό κορμί το ηλιόχαρο
στη σκέπη τη γαλάζια
της Αειπάρθενης,
που είν’ η χαρά των ασκητών και των μαρτύρων.
Δεν είσ’
Εσύ των εθνικών ηδονολάστρα η Μούσα,
της πλαστικής και της σκληρής
χαράς
δεν είσαι η Πιερίδα,
του σπλάχνους του τρανού βαθιογάλανη
φορείς Εσύ
πορφύρα
κι από του θρήνου κατεβαίνεις την πατρίδα.
Α! δείξου στο μικρό
και τον ανήμπορο,
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς,
και φτάσε
καθώς φτάνει στους αμαρτωλούς,
και δείξου καθώς δείχνεται στους σκλάβους
η Αγιά Λεούσα.

Άκου, ένα-σκούσμα τον αέρα σπάραξε·
Ποιος κλαίει;
Κοίτα, βροχή από λάβα βρέχει ένας θειφότοπος·
τι κλαίει;
Έλα
κοντά, ένας ήσκιος αργοσάλεψε,
και λέει:
Του τραγουδιού σου δε γυρεύω
πια το θρίαμβο,
μηδέ τον κόσμο τον ολάκριβο, τη Λύρα,
μηδέ τη μοίρα
του δοξασμένου διαλεχτού σου, Δέσποινα!
Λυπήσου,
και πλάσε μου,
και στείλε μου έναν ύπνο ήσυχο, ήσυχο,
με του παιδιού το γλυκανάσασμα,
μαζί μου.

Κωστής Παλαμάς

Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου' τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν! 

Κώστας Βάρναλης




Δεν υπάρχουν σχόλια: